φαντασιανιστές

φαντασιανιστές
οι / φαντασιανισταί, ΝΜ
εκκλ. ονομασία αιρετικών οι οποίοι πρέσβευαν ότι το σώμα τού Χριστού, μετά την ενανθρώπισή του, ήταν πλάσμα τής φαντασίας και επομένως δεν υπέστη φθορά με τα Πάθη και τη Σταύρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαντασία (οι πρεσβεύοντες κατά φαντασίαν)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φαντασιαστής — ὁ, Μ [φαντασιάζω] 1. αυτός που αρέσκεται στην επίδειξη, στην πομπώδη εμφάνιση 2. μτφ. απατεώνας 3. στον πληθ. οἱ φαντασιασταί εκκλ. οι φαντασιανιστές …   Dictionary of Greek

  • φαντασιοδοκήται — οἱ, Μ εκκλ. οι φαντασιανιστές. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαντασία + δοκῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”